ἐπαύξησιν

ἐπαύξησιν
ἐπαύξησις
increase
fem acc sg
ἐπαυξάνω
increase
pres subj mp 2nd sg (epic)
ἐπαυξάνω
increase
pres subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαύξηση — η (AM ἐπαύξησις) [επαυξάνω] η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.) μσν. γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”